-
1 καταμετρεω
1) отмеривать, отвешивать(σῖτόν τισι Her.)
2) размеривать, планировать (sc. τὸν παράδεισον Xen.)3) измерять, производить обмер(τὸν τοῦ Πυθίου νεών Plut.; med. τὰ μέρη τῆς σκηνῆς Polyb.)
κ. σκιάν Plut. — измерять тень (по солнечным часам), т.е. определять время4) измерять, служить мерой(ὅ λόγος καταμετρεῖται συλλαβῇ βραχείᾳ καὴ μακρᾷ Arst.)
τὰ καταμετροῦντα Arst. — поддающееся измерению, измеримое -
2 ξυντελεω
1) вместе или полностью заканчивать, завершать, изготовлять(εἰς τὰ ἑκατὸν ἅρματα Xen.; τὰς νῆας Polyb.)
2) заканчивать постройкой, сооружать(τὸν τοῦ Πυθίου νεών Plut.)
3) тж. med. исполнять, осуществлять(τέν ἐπίνοιαν Polyb.)
4) оканчивать, прекращать(λόγους NT.)
συντελεσθεισῶν αὐτῶν (τῶν ἡμερῶν) NT. — по прошествии этих дней5) составлять, сочинять(διαλόγους Plut.)
6) заключать(τέν εἰρήνην Diod.)
7) торжественно справлять, праздновать(ἱερά Plut.; γάμους Luc.)
8) способствовать, содействовать, помогать(εἴς и πρός τι Arst., Luc.)
9) направляться, устремляться(πρὸς ἕν Arst.)
10) совместно уплачивать, вносить(τέν δαπάνην ἑξήκοντα τάλαντα σ. Dem.)
σ. εἰς τὸν πόλεμον ἐν ταῖς εἰσφοραῖς Dem. — вскладчину оплачивать военные расходы11) досл. вместе уплачивать подати, перен. относиться, причисляться, принадлежать(εἰς τὸ μετοικικόν Luc.; εἰς ἄνδρας Isocr.)
12) уплачивать дань, быть данником(εἰς Ἀθήνας и εἰς τοὺς Ἀθηναίους Thuc.; Θηβαίοις Isocr.)
οἱ συντελοῦντες Thuc. — данники -
3 συντελεω
1) вместе или полностью заканчивать, завершать, изготовлять(εἰς τὰ ἑκατὸν ἅρματα Xen.; τὰς νῆας Polyb.)
2) заканчивать постройкой, сооружать(τὸν τοῦ Πυθίου νεών Plut.)
3) тж. med. исполнять, осуществлять(τέν ἐπίνοιαν Polyb.)
4) оканчивать, прекращать(λόγους NT.)
συντελεσθεισῶν αὐτῶν (τῶν ἡμερῶν) NT. — по прошествии этих дней5) составлять, сочинять(διαλόγους Plut.)
6) заключать(τέν εἰρήνην Diod.)
7) торжественно справлять, праздновать(ἱερά Plut.; γάμους Luc.)
8) способствовать, содействовать, помогать(εἴς и πρός τι Arst., Luc.)
9) направляться, устремляться(πρὸς ἕν Arst.)
10) совместно уплачивать, вносить(τέν δαπάνην ἑξήκοντα τάλαντα σ. Dem.)
σ. εἰς τὸν πόλεμον ἐν ταῖς εἰσφοραῖς Dem. — вскладчину оплачивать военные расходы11) досл. вместе уплачивать подати, перен. относиться, причисляться, принадлежать(εἰς τὸ μετοικικόν Luc.; εἰς ἄνδρας Isocr.)
12) уплачивать дань, быть данником(εἰς Ἀθήνας и εἰς τοὺς Ἀθηναίους Thuc.; Θηβαίοις Isocr.)
οἱ συντελοῦντες Thuc. — данники
См. также в других словарях:
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek
Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… … Dictionary of Greek
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek